Καλώς ήρθατε στην όμορφη πόλη μας

Η Λουκοβασιλούπολη είναι μια πόλη που χτίστηκε σιγά σιγά, πολύ σιγά, μέσα στους χώρους που δημιουργούν οι πτυχές μιας κουβέρτας, γύρω από τα φουσκώματα ενός σεντονιού, δίπλα από τις γωνίες ενός κομοδίνου, γύρω από το κουλούριασμα μιας γάτας, ανάμεσα στα όνειρα που τείνουν να εμφανιστούν και μία αγάπη που νανουρίζεται…

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο (5)

συνέχεια από το προηγούμενο...

Και ενώ, όσο περπατούσαν τα Λουκοβασιλάκια προς την Λουκοβασιλούπολη με σκοπό να βρουν τον Βασιλιά και τη πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη έφερνε βόλτες γύρω από τα κεφάλια τους λέγοντας πότε πότε: «Δεν μπορείτε να προχωρήσετε πιο γρήγορα;»,

τα Λουκοβασιλάκια δυσανασχετούσαν: «Εμείς δεν έχουμε φτερά να πετάμε!».

Μετά από ώρα φτάνοντας στο δάσος, λίγο πριν τη Λουκοβασιλούπολη, η Νεφέλη τους έδειξε ένα σημείο στο δάσος και είπε: «Εκεί, πίσω από αυτούς τους πυκνούς θάμνους είναι η οικογένεια του Βασιλιά».

Όλοι μαζί προχώρησαν προς το σημείο που έδειξε η Νεφέλη και όταν έφτασαν μπροστά από τους θάμνους, η νεράιδα άρχισε να τραγουδάει ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι και τότε οι θάμνοι παραμέρισαν μόνοι τους και αποκαλύφθηκε στα μάτια τους ένα πολυτελέστατο σαλόνι.

Το Βασιλολουκάκι σάστισε από τη λάμψη αυτού του σαλονιού καταμεσίς στο δάσος και ρώτησε τη Νεφέλη: «Μα πως έγινε αυτό το παλάτι μέσα στο δάσος;». «Άμα υπάρχουν λεφτά, όλα γίνονται», απάντησε η Νεφέλη.

Στο βάθος του σαλονιού, πάνω σε μια υπερυψωμένη πολυθρόνα καθόταν ο Βασιλιάς, που τους έκανε ένα νόημα με το χέρι του να πλησιάσουν προς το μέρος του.

Ο Βασιλιάς κοίταξε τη νεράιδα Νεφέλη και την ρώτησε με αγωνία: «Νεφέλη πως πήγε η αποστολή;»

«Όλα εντάξει», απάντησε το Λουκοβασιλάκι.

«Φέρατε το φάρμακο της πριγκίπισσας Μαίρης;», ρώτησε, συγκρατημένα χαρούμενος ο Βασιλιάς.

«Όχι, δεν το φέραμε», είπε το Λουκοβασιλάκι. Ο Βασιλιάς σκοτείνιασε.

«Δηλαδή, το φέραμε», πρόσθεσε αμέσως το Βασιλολουκάκι. Ο Βασιλιάς φώτισε.

«Θα σας εξηγήσουμε τι συνέβη», είπε η Νεφέλη. Ο Βασιλιάς απόρησε.

Τα Βασιλολουκάκια και η Νεφέλη πλησίασαν πολύ τον Βασιλιά και άρχισαν να του μιλάνε.

Μετά από λίγη ώρα που του μιλούσαν, ακούστηκε ένα κουδουνάκι και μία φωνή υπηρέτη να αναγγέλλει: «Η πριγκίπισσα Μαίρη».

Όλοι γύρισαν προς τη μεριά της πριγκίπισσας που μπήκε στην αίθουσα χαμογελώντας: «Νεφέλη! Αγαπημένη μου νεράιδα ήρθες;» και έτρεξε να βρεθεί κοντά της.

Το δέρμα της πριγκίπισσας είχε χάσει το ροδαλό του χρώμα και ήταν χλωμό από την αρρώστια του «άδικου» και τις αϋπνίες που προκαλεί.

Η Νεφέλη είπε: «Λατρευτή μου πριγκίπισσα μόλις γυρίσαμε από το παλάτι και εξηγούσαμε στον πατέρα σου τι είχε συμβεί, τώρα θα σου πούμε και εσένα τα νέα».

Τα Λουκοβασιλάκια και η Νεφέλη της είπαν για το ταξίδι και το παλάτι με το δωμάτιό της και τι τους είπε ο Μπακούν.

«...έτσι η ασθένειά σου γιατρεύτηκε», κατέληξε η Νεφέλη.

Όλοι μαζί αγκαλιάστηκαν χαρούμενοι.

Ο Βασιλιάς φώναξε «Μαζεύτε τα. Γυρίζουμε πίσω, η αρρώστια του «άδικου» γιατρεύτηκε.

Ένας υπηρέτης τον πλησίασε: «Φεύγουμε εξοχότατε;», ρώτησε τον Βασιλιά.

«Ναι, γυρίζουμε πίσω», είπε ο Βασιλιάς. «Πάμε πίσω στη πόλη, βρέθηκε το φάρμακο για την αρρώστια».

«Και ήταν τόσο απλό...» συνέχισε ο Βασιλιάς, πιάνοντας από τον ώμο τον υπηρέτη, «...Ο Μπακούν και οι άλλοι στη πόλη ανακάλυψαν πως η αρρώστια γιατρεύεται όταν ονειρευόμαστε όμορφα. Και όταν ζούμε όμορφα, ονειρευόμαστε όμορφα. Άρα αλλάζοντας αυτά που ζούμε τα όνειρά μας παύουν να είναι άσχημα και έτσι κοιμόμαστε ήρεμα και η αρρώστια του «άδικου» δεν μας βασανίζει πια».

Τα φύλλα θρόισαν από τον άνεμο όταν όλοι μαζί βγήκαν από το πολυτελές σαλόνι στο δάσος. Είχε βραδιάσει και οι νεράιδες πετούσαν ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων και τα φτερά τους χάιδεψαν το λαιμό της Μαίρης, που πετάχτηκε από τα σεντόνια της: «Αχ, τι όμορφο όνειρο ήταν αυτό!».

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο (4)

συνέχεια από το προηγούμενο...

Ο άγνωστος που έφραζε τη πόρτα με το ογκώδες σώμα του, χάιδευε με τα δάχτυλά του το παχουλό μουστάκι του που συνεχιζόταν σε μία πυκνή γενειάδα, κοιτώντας παράλληλα, με διερευνητικό τρόπο τα Λουκοβασιλάκια και τη Νεφέλη.

«Τι ψάχνουμε;», απάντησε με ερώτηση το Λουκοβασιλάκι κοιτώνταςτο Βασιλολουκάκι και τη Νεφέλη.

«Δεν ψάχνουμε τίποτα» είπε η Νεφέλη και φτερούγισε μπροστά από το μουστάκι του άντρα χαμογελώντας ναζιάρικα και πρόσθεσε: «Περνάγαμε από την πόλη σας και βλέποντας αυτό το τόσο όμορφο παλάτι εντυπωσιαστήκαμε και μπήκαμε μέσα για να το δούμε».

«Πολύ όμορφο το παλάτι σας», είπε το Βασιλολουκάκι.

«Από που έρχεστε;», ρώτησε ο άντρας με το μουστάκι.

«Από τη Λουκοβασιλούπολη», είπαν με μια φωνή Λουκοβασιλάκια και Νεφέλη.

«Α μάλιστα. Γείτονες ε;» είπε ο άντρας και χαμογέλασε για πρώτη φορά, αφήνοντας να φανεί η λειψή οδοντοστοιχία του και αμέσως σοβάρεψε λέγοντας: «Αυτό το παλάτι, όπως το αποκαλείτε εσείς - εμείς το ονομάζουμε «Σπίτι της Ελευθερίας»- ανήκε μέχρι πριν λίγο καιρό σε ένα Βασιλιά. Η αλήθεια είναι ότι ήταν καλός κυβερνήτης, όμως δεν έπαυε να είναι Βασιλιάς. Αυτός αποφάσιζε για τις ζωές όλων των κατοίκων μέχρι που αποφασίσαμε, εμείς οι κάτοικοι του Βασιλείου, να πάρουμε τις τύχες των ζωών μας στα δικά μας χέρια».

Ο άντρας έκανε μια παύση, χάιδεψε την άκρη της γενειάδας του με τα ακροδάχτυλά του και συνέχισε: «Εμείς προτείναμε στον Βασιλιά να μείνει στη πόλη, αλλά φυσικά δίχως το αξίωμά του. Θα ήταν ένας πολίτης όπως όλοι, με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως δεν το δέχτηκε και προτίμησε να φύγει από τη πόλη, μάλιστα φοβήθηκε ότι του στήναμε παγίδα και έφυγε άρον - άρον, δίχως καν να πάρει τα προσωπικά του αντικείμενα, αυτός και η οικογένειά του από το παλάτι».

«Όμως μιλάμε τόση ώρα και δεν έχουμε συστηθεί», είπε ο άντρας χαμογελαστά και πρόσθεσε τείνοντας το χέρι του προς τη Νεφέλη, «Μπακούν Μιχαήλιν με λένε».

«Νεφέλη», είπε η νεράιδα και αγγίζοντας με τα φτερά της το χέρι του Μπακούν. «Βασιλολουκάκι», «Λουκοβασιλάκι», είπαν τα Λουκοβασιλάκια δίνοντας το χέρι τους στον Μπακούν.

Ο Μπακούν, αφού συστηθήκαν, συνέχισε: «Ξέρω γιατί είσαστε εδώ. Σας περιμέναμε. Ξέρω ότι φεύγοντας ο Βασιλιάς με την οικογένειά του λησμόνησε να πάρει μαζί του τα φάρμακα της κόρης του, της πριγκίπισσας Μαίρης και περίμενα ότι κάποια στιγμή θα έστελνε κάποιον να του τα φέρει».

Ο Μπακούν έκανε μία παύση κοιτώντας με βλοσυρό ύφος προς το ταβάνι του δωματίου, σα να σκεφτόταν και μετά ξαφνικά είπε: «Έχω όμως κάτι πολύ σημαντικό να σας πω και να το μεταφέρετε στη πριγκίπισσα Μαίρη».

Τα Λουκοβασιλάκια και η Νεφέλη κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία και μετά κοίταξαν και οι τρεις τον Μπακούν. Αυτός αγκάλιασε με κάθε χέρι του το Λουκοβασιλάκι και το Βασιλολουκάκι, η Νεφέλη στάθηκε στο ώμο του Μπακούν, και τους πήρε μαζί του στον καταπράσινο κήπο, όπου περπατώντας τους μιλούσε για πολλή ώρα.

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, όταν ο Μπακούν και τα Λουκοβασιλάκια σταμάτησαν να περπατάνε στον κήπο. Ο Μπακούν άφησε τα χέρια του από τα Λουκοβασιλάκια και είπε:«Πηγαίνετε τώρα».

«Γειά σου Μπακούν», είπαν τα Λουκοβασιλάκια φεύγοντας. «Θα τα πούμε σύντομα», είπε η Νεφέλη προς τον Μπακούν πετώντας ανάμεσα από τα κεφάλια των Λουκοβασιλακίων.

«Πάμε γρήγορα να βρούμε τη πριγκίπισσα Μαίρη», είπαν και οι τρεις με μια φωνή.

...συνεχίζεται

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο (3)

συνέχεια από το προηγούμενο...

Τα Λουκοβασιλάκια και η νεράιδα Νεφέλη ξεκίνησαν το ταξίδι για το Βασίλειο της πριγκίπισσας Μαίρης, με σκοπό να μπουν κρυφά στο εγκαταλελειμμένο δωμάτιό της και να πάρουν το προσωπικό της φάρμακο.

Στη μικρή διαδρομή - το Βασίλειο απείχε μόλις λίγα χιλιόμετρα από τη Λουκοβασιλούπολη - η νεράιδα Νεφέλη είπε πως είχε ένα σχέδιο για το πως θα καταφέρουν να τρυπώσουν στο δωμάτιο της πριγκίπισσας Μαίρης δίχως να τους πάρουν χαμπάρι οι φρουροί: Ήταν απλό, θα πέταγε μπροστά από το φρουρό και εκείνος θα σάστιζε βλέποντας πρώτη φορά στη ζωή του νεράιδα. Η Νεφέλη θα του μίλαγε και όσο θα απασχολούσε το φρουρό, τα Λουκαβασιλάκια θα έμπαιναν στο δωμάτιο και θα έπαιρναν το φάρμακο, που σύμφωνα με τις οδηγίες της πριγκίπισσας Μαίρης βρισκόταν μέσα στο αγαπημένο της μαξιλάρι, το οποίο ξεχώριζε από άλλα από το χρυσοκέντητο αρχίγραμμα «Μ».

Όταν έφτασαν στο -πρώην- Βασίλειο, είδαν μία πινακίδα στην άκρη του δρόμου, λίγο πριν από τα πρώτα σπίτια της πόλης που στο, γραμμένο πάνω της, «ΒΑΣΙΛΕΙΟ», οι επαναστατημένοι κατά του Βασιλιά κάτοικοι είχαν από κάτω προσθέσει: «ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ».

Στην είσοδο της πόλης υπήρχε ένα σημείο ελέγχου αλλά δεν υπήρχε κανένας εκεί γύρω να τους ελέγξει και η μικρή παρέα πέρασε ανεμπόδιστα μέσα.

«Που είναι το παλάτι;», ρώτησε τη Νεφέλη το Βασιλολουκάκι.
«Μια στιγμή», είπε η Νεφέλη και πέταξε πολύ ψηλά, σε σημείο όπου μπορούσε να βλέπει όλη τη πόλη. Μετά από λίγο κατέβηκε και είπε: «Το είδα, ξεχωρίζει από το ύψος του, γιατί είναι το ψηλότερο κτίριο της πόλης. Πρέπει να προχωρήσουμε ευθεία για περίπου μία ώρα».

Στην διαδρομή για το παλάτι τους έκανε εντύπωση που όσους συναντούσαν στο δρόμο τους μίλαγαν και τους καλοσόριζαν χαμογελαστά, ενώ η Νεφέλη είχε συγκεντρώσει τα βλέμματά τους και όλοι την ρώταγαν από που ερχόταν και πως την λένε.

Ακόμα, το Λουκοβασιλάκι, πρόσεξε κάτι και το είπε στο Βασιλολουκάκι και στη Νεφέλη: «τόση ώρα που περπατάμε δεν έχω δεί ούτε ένα αστυνομικό».

Όταν έφτασαν στο παλάτι είδαν πως δεν υπήρχε κανένας φρουρός στη είσοδό του και κόσμος έμπαινε και έβγαινε ελεύθερα.

Τα Λουκοβασιλάκια και η Νεφέλη μπήκαν λίγο διστακτικά και αυτοί στο παλάτι και στην καταπράσινη μεγάλη αυλή του είδαν κόσμο ξαπλωμένο να ξεκουράζεται σε παρέες εδώ και εκεί.

«Που είναι το δωμάτιο της πριγκίπισσας;» ρώτησαν τα Λουκοβασιλάκια τη Νεφέλη. «Εκεί», έδειξε με το χέρι της η Νεφέλη, στην άκρη του παλατιού, μία πόρτα.

Προχώρησαν προς τα εκεί που έδειξε η Νεφέλη, το Λουκοβασιλάκι γύρισε το πόμολο και η πόρτα άνοιξε. Μπήκαν μέσα και είδαν πάνω στο κρεβάτι το μαξιλάρι με το χρυσοκέντητο «Μ». Το Λουκοβασιλάκι το έψαξε λίγο και βρήκε το μπουκαλάκι με το φάρμακο της πριγκίπισσας Μαίρης.

«Ήταν πιο εύκολο από όσο περιμέναμε», είπε το Βασιλολουκάκι και ξεκίνησαν να φύγουν. Στη πόρτα όμως στεκόταν ένας πολύ εύσωμος άνθρωπος.

«Τι ψάχνετε;», ρώτησε ο άγνωστος, φράζοντας τη πόρτα με το σώμα του.

Συνεχίζεται...

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο (2)

συνέχεια από το προηγούμενο...

«Και πως μπορούμε εμείς να σε βοηθήσουμε Νεφέλη;», ρώτησαν την μικροσκοπική νεράιδα, με μία φωνή τα Λουκοβασιλάκια.

«Πρέπει να πάμε στο παλάτι του Βασιλείου, να μπούμε στο δωμάτιο της πριγκίπισσας Μαίρης και να πάρουμε το φάρμακό της», είπε η Νεφέλη.

«Και γιατί δεν πάμε απλά να αγοράσουμε το φάρμακο;» ρώτησε το Βασιλολουκάκι.

«Γιατί αυτό το φάρμακο είναι φτιαγμένο μόνο για την πριγκίπισσα Μαίρη» είπε η Νεφέλη, που φτερουγίζοντας βρέθηκε στον ώμο του Βασιλολουκακίου, και συνέχισε «Το φάρμακο αυτό είναι ένα μείγμα: αποτελείται κατά ένα μέρος από τα συναισθήματα και κατά ένα άλλο μέρος από τη λογική της πριγκίπισσας Μαίρης, σε υγροποιημένη μορφή. Το τρίτο μέρος που συμπληρώνει το μείγμα είναι η παιδικότητα, Μία σταγόνα την ημέρα από αυτό το μείγμα είναι ικανή να ανακουφίσει την πριγκίπισσα».

«Δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο τρόπο μπορεί να υγροποιηθεί η λογική, το συναίσθημα και η παιδικότητα», είπε το Λουκοβασιλάκι.

«Αυτό ακριβώς είναι το μυστικό του γιατρού της ασθένειας του "άδικου"», είπε η Νεφέλη και ξαναφτερούγισε, στάθηκε στον αέρα μπροστά από το Λουκοβασιλάκι και είπε: «Πρέπει να βοηθήσετε».

«Και γιατί διάλεξες εμάς για να σε βοηθήσουμε;», ρώτησε το Βασιλολουκάκι.

Η Νεφέλη φτερούγισε και φτάνοντας μπροστά από τη μύτη του Βασιλολουκακίου, είπε: «Είναι θέμα δεκτικότητας. Εγώ ως νεράιδα απλά κοιμόμουν στο χώμα όταν ένιωσα πάνω μου τα δάκρυα της πριγκίπισσας Μαίρης και ο πόνος της με συγκίνησε και πέταξα ψηλά πάνω από τη Λουκοβασιλούπολη ως νέφος κλαίγοντας, και τα δάκρυά μου έπεσαν σε εσάς. Όλοι οι άλλοι κρατούσαν ομπρέλες».

«Δηλαδή τώρα θα πάμε στο Βασίλειο να βρούμε το φάρμακο της πριγκίπισσας Μαίρης;» ρώτησε το Βασιλολουκάκι τη Νεφέλη, κοιτάζoντας ταυτόχρονα και το Λουκοβασιλάκι.

«Φύγαμε» είπαν με μία φωνή το Βασιλολουκάκι και η Νεφέλη.

...συνεχίζεται

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο

«Υπάρχουν δίκαιοι βασιλιάδες;
Υπάρχουν οι νεράιδες;
Υπάρχουν φιλάνθρωποι;
Υπάρχουν τέρατα;»

Αυτά σκεφτόταν το νέφος, καθώς περνούσε ψηλά, πάνω από την Λουκοβασιλούπολη, και άρχισε να ρίχνει τις στάλες του στους δρόμους της μικρής πόλης, που μικρές φιγούρες πηγαινοέρχονταν για τις καθημερινές ασχολίες τους, στάλες με τη μορφή ενός λευκογενειοφόρου βασιλιά, μιας νεράιδας με γαλάζια φτερά και μοβ φόρεμα, μιας καλοσυνάτης γυναίκας που μοιράζει φαγητά στους φτωχούς, ενός τέρατος με κόκκινη μακριά γλώσσα και μυτερά μεγάλα δόντια και μίας μικρής πριγκίπισσας, χαριτωμένης, μα κυνηγημένης, της Μαίρης.

Το Λουκοβασιλάκι και το Βασιλολουκάκι βάδιζαν προς το σπιτάκι τους, με σακούλες στα χέρια τους, αφού προηγουμένως είχαν ψωνίσει από το σουπερ μάρκετ της Λουκοβασιλούπολης, τον «Δουλονίτη», όταν αισθάνθηκαν τις σταγόνες του νέφους στα κεφάλια τους και άνοιξαν το βήμα τους για να φτάσουν στο σπίτι πιο γρήγορα.

Όταν έφτασαν σπίτι, άρχισαν να τακτοποιούν τα αγαθά που είχαν ψωνίσει από τον «Δουλονίτη», και το Βασιλολουκάκι θέλοντας να ρωτήσει το Λουκοβασιλάκι σε ποιο συρτάρι να βάλει τις γατοτροφές, ακούστηκε να λέει: «Αν και δεν το πιστεύετε, είμαι ένας δίκαιος Βασιλιάς».

Το Λουκοβασιλάκι ξαφνιάστηκε από τη φράση του Βασιλολουκακίου και θέλοντας να το ρωτήσει τι είναι αυτό που ξεστόμισε, είπε: «Αυτό κι αν το πιστέψετε, είμαι η γυναίκα του δίκαιου βασιλιά και θέλω να φυλάω του φτωχούς και τους κατατρεγμένους».

«Και εγώ είμαι η νεράιδα Νεφέλη», ακούστηκε από την βιβλιοθήκη και η μικρή φιγούρα νεράιδας που τους είχε χαρίσει ένα μικρό κοριτσάκι και την είχαν πάνω σε ένα ράφι, φτερούγισε και χαμογελώντας προσγειώθηκε στον ώμο του Λουκοβασιλακίου.

«Και χρειάζομαι την βοήθειά σας», συμπλήρωσε η νεράιδα Νεφέλη, πριν προλάβουν τα Λουκοβασιλάκια να συνέλθουν από την έκπληξη που ένιωσαν.

«Θέλετε να σας αφηγηθώ μια ιστορία;», ρώτησε η Νεφέλη με τη λεπτή φωνούλα της και πριν πάρει απάντηση άρχισε να μιλάει.

«Κάποτε υπήρχε ένα βασίλειο, πολύ κοντά σας εδώ στη Λουκοβασιλούπολη, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα και εκεί ζούσε ένας δίκαιος βασιλιάς και οι υπήκοοί του. Ο βασιλιάς είχε μια καλοσυνάτη γυναίκα και μία κόρη, την πριγκίπισσα Μαίρη, μία χαριτωμένη κοπέλα. Όμως κάποιοι πολίτες του Βασιλείου, δυσαρεστημένοι από το ότι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου ξεσηκώθηκαν και ανέτρεψαν τον βασιλιά και τον υποχρέωσαν να φύγει από τη χώρα».

Τα Λουκοβασιλάκια κοιτάχτηκαν με απορία μεταξύ τους και η Νεφέλη, πέταξε από τον ώμο του Βασιλολουκακίου, προσγειώθηκε στον ώμο του Λουκοβασιλακίου και συνέχισε με λυπημένη, αυτή τη φορά, έκφραση: «Η πριγκίπισσα Μαίρη όμως είχε ένα πρόβλημα: Δεν μπορούσε να κοιμηθεί πάνω από λίγα λεπτά. Στον ύπνο της πάντα ερχόταν ένα τέρας και αυτό την φόβιζε και ξυπνούσε. Και η πριγκίπισσα αφού δεν κοιμόταν φυσιολογικά είχε χάσει το χαμόγελό της. Ήρθε και την είδε ο καλύτερος γιατρός του Βασιλείου και αποφάνθηκε ότι η πριγκίπισσα έπασχε από τη νόσο του «άδικου» και της έδωσε φάρμακα. Με τα φάρμακα κοιμάται καλύτερα και, λίγο, έχει επιστρέψει το χαμόγελο στο πρόσωπό της. Όμως τώρα που ο μπαμπάς της εκδιώχθηκε από το Βασίλειο και αυτός και η οικογένειά του έφυγαν γρήγορα - γρήγορα από το παλάτι, δεν πήραν τα φάρμακα της πριγκίπισσας Μαίρης μαζί τους. Από τότε η πριγκίπισσα έχασε ξανά το χαμόγελό της και όχι μόνο, σιγά-σιγά άρχισε να κλαίει και από το σημείο, στο δάσος της Λουκοβασιλούπολης, που έχουν κρυφτεί, τα δάκρυά της έπεφταν στο χώμα, και εγώ που ξεκουραζόμουν στο χώμα, συγκινήθηκα πολύ και ήπια τα δάκρυά της και έγινα νέφος, έγινα η νεράιδα Νεφέλη, και τώρα θέλω να πετάξω, να βρέξω τα δάκρυα της Μαίρης στη πόλη για να βρω κάποιον να με βοηθήσει, να βοηθήσουμε τη Μαίρη».

Η Νεφέλη πέταξε από τον ώμο του Λουκαβασιλακίου, πήγε και κάθισε στο περβάζι του παραθύρου και συνέχισε, αυτή τη φορά με σοβαρή έκφραση: «Εσείς θα με βοηθήσετε να βοηθήσω τη πριγκίπισσα Μαίρη»...

Συνεχίζεται....

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

η αγάπη (3. Γέμισμα)

...συνέχεια από το «Τοπίο παγωμένο,»

Το Βασιλολουκάκι ξύπνησε όταν αισθάνθηκε τα μουστάκια του γάτου να γαργαλούν τις δικές του, αξύριστες, τρίχες πάνω από το πάνω χείλος του προσώπου του και πριν προλάβει να σπρώξει τον γάτο από πάνω του θυμήθηκε ότι σκεφτόταν, πριν τον πάρει ο ύπνος, το τοπίο μέσα στη ντουλάπα και το ότι σ' αυτό το τοπίο δεν υπήρχε ούτε ήχος, ούτε κίνηση.

Γύρισε το κεφάλι του και είδε δίπλα του το Λουκοβασιλάκι να κοιμάται με ένα χαμόγελο στα χείλη, έσπρωξε τον γάτο από πάνω του και σηκώθηκε να φτιάξει καφέ.

Στο ράδιο, πίνοντας τον καφέ, άκουγε να τσακώνονται, ο αντιδήμαρχος της Λουκοβασιλούπολης, Θάγκαλος με τον Ρεσάλτε, διευθυντή του ραδιοφωνικού σταθμού «Σπάει», για το πόσο έχει τη πρόθεση η Δημοτική αρχή να φορολογήσει τις νεράιδες που ζουν στο δάσος.

«Αναπνέουν στον ύπνο μας, άρα πρέπει να φορολογηθούν», είπε ο Ρεσάλτε, για να του απαντήσει ο Θάγκαλος: «Συμμετείχαν και αυτές στον μεγάλο ύπνο. Ξέρετε κύριε Ρεσάλτε σε πόσα όνειρα έχουν πάρει μέρος, χωρίς μάλιστα να δίνουν αποδείξεις;» 

Το Βασιλολουκάκι άφησε να περάσουν πίσω του τα μεγάλα προβλήματα της οικονομικής διαχείρισης της Λουκοβασιλούπολης και επικεντρώθηκε στο δικό του μεγάλο πρόβλημα: Τι είναι αυτό το τοπίο που εμφανίζεται μπροστά του μέσα στη ντουλάπα και τι κάνει το Λουκοβασιλάκι μέσα σε εκείνο το δωμάτιο τόσες ώρες κάθε μέρα;

Ακόμα, τι σχέση έχει ο μικροπωλητής που περνάει κάθε Τετάρτη και Σάββατο με το TOYOTA, που από τα ηχεία του ακούγεται να παίζει το τραγούδι του Ξυλούρη «κουβαρίστρες, σεντονάκια, ο πραματευτής πουλάει» και το Λουκοβασιλάκι τρέχει να αγοράσει πράγματα που τα φέρνει μέσα σε σακούλα και τα πηγαίνει κατ' ευθείαν στο δωμάτιο πριν προλάβει το Βασιλολουκάκι να ρωτήσει τι πήρε;

Αυτά σκεφτόταν, όταν το Λουκοβασιλάκι εμφανίστηκε στο καθιστικό.
«Αγαπούλα μου καλημέρα», είπε και τον φίλησε στα χείλη απαλά. «Καλημέρα μωράκι μου» της είπε το Βασιλολουκάκι και πριν προλάβει να πει οτιδήποτε άλλο, ακούστηκε το «κουβαρίστρες, σεντονάκια ο πραματευτής πουλάει» και το Λουκοβασιλάκι εξαφανίστηκε τρέχοντας προς τον δρόμο που πέρναγε το TOYOTA, φωνάζοντας ένα «Σ' αγαπάω πολύ».

...συνεχίζεται



Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

παγωμένο, (2. Περίγραμμα)

...συνέχεια από το «Τοπίο»

Το Βασιλολουκάκι άρχισε να περπατάει στο μονοπατάκι και το τοπίο ξεδιπλωνόταν σιγά σιγά στα μάτια του: μία μικρή λιμνούλα με μια οικογένεια παπιών, με τη μαμά μπροστά μπροστά και τα μικρά από πίσω, ένα δένδρο με πουλάκια στα κλαράκια του, μια γάτα λίγο πιο μακριά και ένα σπιτάκι, μικρό.
Προχωρούσε και κοιτούσε δεξιά και αριστερά από το μονοπάτι, όταν ξαφνικά γύρισε μπροστά το βλέμμα του είδε τα ρούχα, τα κρεμασμένα στη ντουλάπα και την ανοιγμένη δίφυλλη πόρτα της.
Γύρισε πίσω το κεφάλι του αλλά δεν έβλεπε πια το τοπίο μα μόνο τοίχο. Έσπρωξε με τα χέρια του τον τοίχο μα δεν έγινε τίποτα.
Βγήκε στο δωμάτιο και όταν έκλεισε τη δίφυλλη πόρτα της ντουλάπας είδε μπροστά του το Λουκοβασιλάκι.
«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε το Λουκοβασιλάκι με λίγο αυστηρό τόνο στη φωνή της.
«Έψαχνα το φινοπωρινό μπλε μπουφανάκι. Νόμιζα ότι ήταν σ' αυτή τη ντουλάπα», της απάντησε το Βασιλολουκάκι.
«Όχι δεν είναι εδώ αγαπούλα μου» του είπε αυτή και τον αγκάλιασε σκεπτόμενη: «ωραία, δεν έχει καταλάβει τίποτα» και αυτός την φίλησε σκεπτόμενος: «ωραία, δεν κατάλαβε πως έχω καταλάβει ότι κάτι φτιάχνει η αγαπούλα μου μέσα στη ντουλάπα».

Αργότερα, όταν τα αστέρια είχαν βγει στον ουρανό της νυσταγμένης Λουκοβασιλούπολης και οι αχτίδες ενός από αυτά, πέρναγαν από το ανοιχτό παράθυρο και φώτιζαν ελάχιστα, το κρεβάτι που κοιμόντουσαν το Λουκοβασιλάκι και το Βασιλολουκάκι αγκαλιά, και ένας γάτος, ξύπνιος, πήδαγε από το ανοιχτό παράθυρο κυνηγώντας ένα κουνουπάκι που όμως όλο του ξέφευγε και όλο πήδαγε στον αέρα να το πιάσει κι όλο του ξέφευγε, το Βασιλολουκάκι αναρωτιόταν τι να είναι άραγε αυτό το τοπίο μέσα στη ντουλάπα και ακούγοντας τον γάτο να κυνηγάει το κουνούπι ξαφνικά συνειδητοποίησε πως όλο αυτό το τοπίο που είχε δει νωρίτερα δεν είχε κίνηση, ο γάτος ήταν ακίνητος, τα παπιά επίσης, τα σύννεφα στον ουρανό ήταν στην ίδια θέση, τα φύλλα στο δένδρο όπως και τα πουλάκια δεν κουνιόντουσαν, ούτε και ακούγονταν, δεύτερη έκπληξη: δεν είχε ήχο.

...συνεχίζεται

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Τοπίο (1. Φόντο)

Το ένα φύλλο της πόρτας άνοιξε, διστακτικά μετά από λίγο και το άλλο.
Το Βασιλολουκάκι στάθηκε μπροστά από την ανοιχτή ντουλάπα του δωματίου, με ρούχα που περίμεναν σιδερωμένα (όχι όλα) στις κρεμάστρες τους.
Κοίταξε προς τα κρεμασμένα ρούχα, αλλά όχι τα ίδια τα ρούχα, το βλέμμα του πέρασε πίσω, δεν ήξερε που, αλλά πίσω από τα ρούχα, σαν κάτι να περίμενε να... φορεθεί στα μάτια του.
Παραμέρισε με το χέρι του λίγο τα ρούχα και ένα φως με πράσινη χροιά έφτασε στα μάτια του.
Τότε το χέρι του κινήθηκε πιο αποφασιστικά, έσπρωξε την μία κρεμάστρα προς τα δεξιά, αρκετά και, σαν αυλαία θεάτρου που ανοίγει, φανερώθηκε στα μάτια του ένα τοπίο πράσινο, χόρτο, αλλού πυκνό, αλλού αραιό και στη μια του άκρη ένα μονοπατάκι, χωμάτινο.
Τα ρούχα του έκρυβαν την περισσότερη θέα και τα έσπρωξε ακόμα πιο πολύ προς την άκρη της ντουλάπας.
Το μονοπάτι διέσχιζε κυματιστά το γκαζόν, ενός κήπου ίσως, και το πράσινο φως που έφτανε στα μάτια του ανακατεύτηκε με μπλε του ουρανού και λευκό από μικρά συννεφάκια που αιωρούνταν ψηλά.
Το Βασιλολουκάκι έκανε ένα βήμα μέσα στη ντουλάπα και ήρθε ακόμα πιο κοντά στο θέαμα του πράσινου κήπου και τότε σαν αυτό να τυλίχτηκε γύρω του, σαν ρούχο, βρέθηκαν, με το επόμενο βήμα του, τα πόδια του πάνω στο μονοπάτι.
Γύρισε πίσω το κεφάλι του ψάχνοντας με το βλέμμα του τη ντουλάπα, μα το μόνο που είδε ήταν πρασινάδα και το κυματιστό μονοπατάκι χαμηλά, και ψηλά τον γαλάζιο ουρανό με τα λευκά συννεφάκια.
«Θα περπατήσω στο μονοπάτι», σκέφτηκε.
Δεν είχε και άλλη επιλογή.

...συνεχίζεται

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Καλώς ήρθατε στην όμορφη πόλη μας

Η Λουκοβασιλούπολη είναι μια πόλη που χτίστηκε σιγά σιγά, πολύ σιγά, μέσα στους χώρους που δημιουργούν οι πτυχές μιας κουβέρτας, γύρω από τα φουσκώματα ενός σεντονιού, δίπλα από τις γωνίες ενός κομοδίνου, γύρω από το κουλούριασμα μιας γάτας, ανάμεσα στα όνειρα που τείνουν να εμφανιστούν και μία αγάπη που νανουρίζεται…