Καλώς ήρθατε στην όμορφη πόλη μας

Η Λουκοβασιλούπολη είναι μια πόλη που χτίστηκε σιγά σιγά, πολύ σιγά, μέσα στους χώρους που δημιουργούν οι πτυχές μιας κουβέρτας, γύρω από τα φουσκώματα ενός σεντονιού, δίπλα από τις γωνίες ενός κομοδίνου, γύρω από το κουλούριασμα μιας γάτας, ανάμεσα στα όνειρα που τείνουν να εμφανιστούν και μία αγάπη που νανουρίζεται…

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο (2)

συνέχεια από το προηγούμενο...

«Και πως μπορούμε εμείς να σε βοηθήσουμε Νεφέλη;», ρώτησαν την μικροσκοπική νεράιδα, με μία φωνή τα Λουκοβασιλάκια.

«Πρέπει να πάμε στο παλάτι του Βασιλείου, να μπούμε στο δωμάτιο της πριγκίπισσας Μαίρης και να πάρουμε το φάρμακό της», είπε η Νεφέλη.

«Και γιατί δεν πάμε απλά να αγοράσουμε το φάρμακο;» ρώτησε το Βασιλολουκάκι.

«Γιατί αυτό το φάρμακο είναι φτιαγμένο μόνο για την πριγκίπισσα Μαίρη» είπε η Νεφέλη, που φτερουγίζοντας βρέθηκε στον ώμο του Βασιλολουκακίου, και συνέχισε «Το φάρμακο αυτό είναι ένα μείγμα: αποτελείται κατά ένα μέρος από τα συναισθήματα και κατά ένα άλλο μέρος από τη λογική της πριγκίπισσας Μαίρης, σε υγροποιημένη μορφή. Το τρίτο μέρος που συμπληρώνει το μείγμα είναι η παιδικότητα, Μία σταγόνα την ημέρα από αυτό το μείγμα είναι ικανή να ανακουφίσει την πριγκίπισσα».

«Δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο τρόπο μπορεί να υγροποιηθεί η λογική, το συναίσθημα και η παιδικότητα», είπε το Λουκοβασιλάκι.

«Αυτό ακριβώς είναι το μυστικό του γιατρού της ασθένειας του "άδικου"», είπε η Νεφέλη και ξαναφτερούγισε, στάθηκε στον αέρα μπροστά από το Λουκοβασιλάκι και είπε: «Πρέπει να βοηθήσετε».

«Και γιατί διάλεξες εμάς για να σε βοηθήσουμε;», ρώτησε το Βασιλολουκάκι.

Η Νεφέλη φτερούγισε και φτάνοντας μπροστά από τη μύτη του Βασιλολουκακίου, είπε: «Είναι θέμα δεκτικότητας. Εγώ ως νεράιδα απλά κοιμόμουν στο χώμα όταν ένιωσα πάνω μου τα δάκρυα της πριγκίπισσας Μαίρης και ο πόνος της με συγκίνησε και πέταξα ψηλά πάνω από τη Λουκοβασιλούπολη ως νέφος κλαίγοντας, και τα δάκρυά μου έπεσαν σε εσάς. Όλοι οι άλλοι κρατούσαν ομπρέλες».

«Δηλαδή τώρα θα πάμε στο Βασίλειο να βρούμε το φάρμακο της πριγκίπισσας Μαίρης;» ρώτησε το Βασιλολουκάκι τη Νεφέλη, κοιτάζoντας ταυτόχρονα και το Λουκοβασιλάκι.

«Φύγαμε» είπαν με μία φωνή το Βασιλολουκάκι και η Νεφέλη.

...συνεχίζεται

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο

«Υπάρχουν δίκαιοι βασιλιάδες;
Υπάρχουν οι νεράιδες;
Υπάρχουν φιλάνθρωποι;
Υπάρχουν τέρατα;»

Αυτά σκεφτόταν το νέφος, καθώς περνούσε ψηλά, πάνω από την Λουκοβασιλούπολη, και άρχισε να ρίχνει τις στάλες του στους δρόμους της μικρής πόλης, που μικρές φιγούρες πηγαινοέρχονταν για τις καθημερινές ασχολίες τους, στάλες με τη μορφή ενός λευκογενειοφόρου βασιλιά, μιας νεράιδας με γαλάζια φτερά και μοβ φόρεμα, μιας καλοσυνάτης γυναίκας που μοιράζει φαγητά στους φτωχούς, ενός τέρατος με κόκκινη μακριά γλώσσα και μυτερά μεγάλα δόντια και μίας μικρής πριγκίπισσας, χαριτωμένης, μα κυνηγημένης, της Μαίρης.

Το Λουκοβασιλάκι και το Βασιλολουκάκι βάδιζαν προς το σπιτάκι τους, με σακούλες στα χέρια τους, αφού προηγουμένως είχαν ψωνίσει από το σουπερ μάρκετ της Λουκοβασιλούπολης, τον «Δουλονίτη», όταν αισθάνθηκαν τις σταγόνες του νέφους στα κεφάλια τους και άνοιξαν το βήμα τους για να φτάσουν στο σπίτι πιο γρήγορα.

Όταν έφτασαν σπίτι, άρχισαν να τακτοποιούν τα αγαθά που είχαν ψωνίσει από τον «Δουλονίτη», και το Βασιλολουκάκι θέλοντας να ρωτήσει το Λουκοβασιλάκι σε ποιο συρτάρι να βάλει τις γατοτροφές, ακούστηκε να λέει: «Αν και δεν το πιστεύετε, είμαι ένας δίκαιος Βασιλιάς».

Το Λουκοβασιλάκι ξαφνιάστηκε από τη φράση του Βασιλολουκακίου και θέλοντας να το ρωτήσει τι είναι αυτό που ξεστόμισε, είπε: «Αυτό κι αν το πιστέψετε, είμαι η γυναίκα του δίκαιου βασιλιά και θέλω να φυλάω του φτωχούς και τους κατατρεγμένους».

«Και εγώ είμαι η νεράιδα Νεφέλη», ακούστηκε από την βιβλιοθήκη και η μικρή φιγούρα νεράιδας που τους είχε χαρίσει ένα μικρό κοριτσάκι και την είχαν πάνω σε ένα ράφι, φτερούγισε και χαμογελώντας προσγειώθηκε στον ώμο του Λουκοβασιλακίου.

«Και χρειάζομαι την βοήθειά σας», συμπλήρωσε η νεράιδα Νεφέλη, πριν προλάβουν τα Λουκοβασιλάκια να συνέλθουν από την έκπληξη που ένιωσαν.

«Θέλετε να σας αφηγηθώ μια ιστορία;», ρώτησε η Νεφέλη με τη λεπτή φωνούλα της και πριν πάρει απάντηση άρχισε να μιλάει.

«Κάποτε υπήρχε ένα βασίλειο, πολύ κοντά σας εδώ στη Λουκοβασιλούπολη, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα και εκεί ζούσε ένας δίκαιος βασιλιάς και οι υπήκοοί του. Ο βασιλιάς είχε μια καλοσυνάτη γυναίκα και μία κόρη, την πριγκίπισσα Μαίρη, μία χαριτωμένη κοπέλα. Όμως κάποιοι πολίτες του Βασιλείου, δυσαρεστημένοι από το ότι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου ξεσηκώθηκαν και ανέτρεψαν τον βασιλιά και τον υποχρέωσαν να φύγει από τη χώρα».

Τα Λουκοβασιλάκια κοιτάχτηκαν με απορία μεταξύ τους και η Νεφέλη, πέταξε από τον ώμο του Βασιλολουκακίου, προσγειώθηκε στον ώμο του Λουκοβασιλακίου και συνέχισε με λυπημένη, αυτή τη φορά, έκφραση: «Η πριγκίπισσα Μαίρη όμως είχε ένα πρόβλημα: Δεν μπορούσε να κοιμηθεί πάνω από λίγα λεπτά. Στον ύπνο της πάντα ερχόταν ένα τέρας και αυτό την φόβιζε και ξυπνούσε. Και η πριγκίπισσα αφού δεν κοιμόταν φυσιολογικά είχε χάσει το χαμόγελό της. Ήρθε και την είδε ο καλύτερος γιατρός του Βασιλείου και αποφάνθηκε ότι η πριγκίπισσα έπασχε από τη νόσο του «άδικου» και της έδωσε φάρμακα. Με τα φάρμακα κοιμάται καλύτερα και, λίγο, έχει επιστρέψει το χαμόγελο στο πρόσωπό της. Όμως τώρα που ο μπαμπάς της εκδιώχθηκε από το Βασίλειο και αυτός και η οικογένειά του έφυγαν γρήγορα - γρήγορα από το παλάτι, δεν πήραν τα φάρμακα της πριγκίπισσας Μαίρης μαζί τους. Από τότε η πριγκίπισσα έχασε ξανά το χαμόγελό της και όχι μόνο, σιγά-σιγά άρχισε να κλαίει και από το σημείο, στο δάσος της Λουκοβασιλούπολης, που έχουν κρυφτεί, τα δάκρυά της έπεφταν στο χώμα, και εγώ που ξεκουραζόμουν στο χώμα, συγκινήθηκα πολύ και ήπια τα δάκρυά της και έγινα νέφος, έγινα η νεράιδα Νεφέλη, και τώρα θέλω να πετάξω, να βρέξω τα δάκρυα της Μαίρης στη πόλη για να βρω κάποιον να με βοηθήσει, να βοηθήσουμε τη Μαίρη».

Η Νεφέλη πέταξε από τον ώμο του Λουκαβασιλακίου, πήγε και κάθισε στο περβάζι του παραθύρου και συνέχισε, αυτή τη φορά με σοβαρή έκφραση: «Εσείς θα με βοηθήσετε να βοηθήσω τη πριγκίπισσα Μαίρη»...

Συνεχίζεται....

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

η αγάπη (3. Γέμισμα)

...συνέχεια από το «Τοπίο παγωμένο,»

Το Βασιλολουκάκι ξύπνησε όταν αισθάνθηκε τα μουστάκια του γάτου να γαργαλούν τις δικές του, αξύριστες, τρίχες πάνω από το πάνω χείλος του προσώπου του και πριν προλάβει να σπρώξει τον γάτο από πάνω του θυμήθηκε ότι σκεφτόταν, πριν τον πάρει ο ύπνος, το τοπίο μέσα στη ντουλάπα και το ότι σ' αυτό το τοπίο δεν υπήρχε ούτε ήχος, ούτε κίνηση.

Γύρισε το κεφάλι του και είδε δίπλα του το Λουκοβασιλάκι να κοιμάται με ένα χαμόγελο στα χείλη, έσπρωξε τον γάτο από πάνω του και σηκώθηκε να φτιάξει καφέ.

Στο ράδιο, πίνοντας τον καφέ, άκουγε να τσακώνονται, ο αντιδήμαρχος της Λουκοβασιλούπολης, Θάγκαλος με τον Ρεσάλτε, διευθυντή του ραδιοφωνικού σταθμού «Σπάει», για το πόσο έχει τη πρόθεση η Δημοτική αρχή να φορολογήσει τις νεράιδες που ζουν στο δάσος.

«Αναπνέουν στον ύπνο μας, άρα πρέπει να φορολογηθούν», είπε ο Ρεσάλτε, για να του απαντήσει ο Θάγκαλος: «Συμμετείχαν και αυτές στον μεγάλο ύπνο. Ξέρετε κύριε Ρεσάλτε σε πόσα όνειρα έχουν πάρει μέρος, χωρίς μάλιστα να δίνουν αποδείξεις;» 

Το Βασιλολουκάκι άφησε να περάσουν πίσω του τα μεγάλα προβλήματα της οικονομικής διαχείρισης της Λουκοβασιλούπολης και επικεντρώθηκε στο δικό του μεγάλο πρόβλημα: Τι είναι αυτό το τοπίο που εμφανίζεται μπροστά του μέσα στη ντουλάπα και τι κάνει το Λουκοβασιλάκι μέσα σε εκείνο το δωμάτιο τόσες ώρες κάθε μέρα;

Ακόμα, τι σχέση έχει ο μικροπωλητής που περνάει κάθε Τετάρτη και Σάββατο με το TOYOTA, που από τα ηχεία του ακούγεται να παίζει το τραγούδι του Ξυλούρη «κουβαρίστρες, σεντονάκια, ο πραματευτής πουλάει» και το Λουκοβασιλάκι τρέχει να αγοράσει πράγματα που τα φέρνει μέσα σε σακούλα και τα πηγαίνει κατ' ευθείαν στο δωμάτιο πριν προλάβει το Βασιλολουκάκι να ρωτήσει τι πήρε;

Αυτά σκεφτόταν, όταν το Λουκοβασιλάκι εμφανίστηκε στο καθιστικό.
«Αγαπούλα μου καλημέρα», είπε και τον φίλησε στα χείλη απαλά. «Καλημέρα μωράκι μου» της είπε το Βασιλολουκάκι και πριν προλάβει να πει οτιδήποτε άλλο, ακούστηκε το «κουβαρίστρες, σεντονάκια ο πραματευτής πουλάει» και το Λουκοβασιλάκι εξαφανίστηκε τρέχοντας προς τον δρόμο που πέρναγε το TOYOTA, φωνάζοντας ένα «Σ' αγαπάω πολύ».

...συνεχίζεται



Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

παγωμένο, (2. Περίγραμμα)

...συνέχεια από το «Τοπίο»

Το Βασιλολουκάκι άρχισε να περπατάει στο μονοπατάκι και το τοπίο ξεδιπλωνόταν σιγά σιγά στα μάτια του: μία μικρή λιμνούλα με μια οικογένεια παπιών, με τη μαμά μπροστά μπροστά και τα μικρά από πίσω, ένα δένδρο με πουλάκια στα κλαράκια του, μια γάτα λίγο πιο μακριά και ένα σπιτάκι, μικρό.
Προχωρούσε και κοιτούσε δεξιά και αριστερά από το μονοπάτι, όταν ξαφνικά γύρισε μπροστά το βλέμμα του είδε τα ρούχα, τα κρεμασμένα στη ντουλάπα και την ανοιγμένη δίφυλλη πόρτα της.
Γύρισε πίσω το κεφάλι του αλλά δεν έβλεπε πια το τοπίο μα μόνο τοίχο. Έσπρωξε με τα χέρια του τον τοίχο μα δεν έγινε τίποτα.
Βγήκε στο δωμάτιο και όταν έκλεισε τη δίφυλλη πόρτα της ντουλάπας είδε μπροστά του το Λουκοβασιλάκι.
«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε το Λουκοβασιλάκι με λίγο αυστηρό τόνο στη φωνή της.
«Έψαχνα το φινοπωρινό μπλε μπουφανάκι. Νόμιζα ότι ήταν σ' αυτή τη ντουλάπα», της απάντησε το Βασιλολουκάκι.
«Όχι δεν είναι εδώ αγαπούλα μου» του είπε αυτή και τον αγκάλιασε σκεπτόμενη: «ωραία, δεν έχει καταλάβει τίποτα» και αυτός την φίλησε σκεπτόμενος: «ωραία, δεν κατάλαβε πως έχω καταλάβει ότι κάτι φτιάχνει η αγαπούλα μου μέσα στη ντουλάπα».

Αργότερα, όταν τα αστέρια είχαν βγει στον ουρανό της νυσταγμένης Λουκοβασιλούπολης και οι αχτίδες ενός από αυτά, πέρναγαν από το ανοιχτό παράθυρο και φώτιζαν ελάχιστα, το κρεβάτι που κοιμόντουσαν το Λουκοβασιλάκι και το Βασιλολουκάκι αγκαλιά, και ένας γάτος, ξύπνιος, πήδαγε από το ανοιχτό παράθυρο κυνηγώντας ένα κουνουπάκι που όμως όλο του ξέφευγε και όλο πήδαγε στον αέρα να το πιάσει κι όλο του ξέφευγε, το Βασιλολουκάκι αναρωτιόταν τι να είναι άραγε αυτό το τοπίο μέσα στη ντουλάπα και ακούγοντας τον γάτο να κυνηγάει το κουνούπι ξαφνικά συνειδητοποίησε πως όλο αυτό το τοπίο που είχε δει νωρίτερα δεν είχε κίνηση, ο γάτος ήταν ακίνητος, τα παπιά επίσης, τα σύννεφα στον ουρανό ήταν στην ίδια θέση, τα φύλλα στο δένδρο όπως και τα πουλάκια δεν κουνιόντουσαν, ούτε και ακούγονταν, δεύτερη έκπληξη: δεν είχε ήχο.

...συνεχίζεται

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Τοπίο (1. Φόντο)

Το ένα φύλλο της πόρτας άνοιξε, διστακτικά μετά από λίγο και το άλλο.
Το Βασιλολουκάκι στάθηκε μπροστά από την ανοιχτή ντουλάπα του δωματίου, με ρούχα που περίμεναν σιδερωμένα (όχι όλα) στις κρεμάστρες τους.
Κοίταξε προς τα κρεμασμένα ρούχα, αλλά όχι τα ίδια τα ρούχα, το βλέμμα του πέρασε πίσω, δεν ήξερε που, αλλά πίσω από τα ρούχα, σαν κάτι να περίμενε να... φορεθεί στα μάτια του.
Παραμέρισε με το χέρι του λίγο τα ρούχα και ένα φως με πράσινη χροιά έφτασε στα μάτια του.
Τότε το χέρι του κινήθηκε πιο αποφασιστικά, έσπρωξε την μία κρεμάστρα προς τα δεξιά, αρκετά και, σαν αυλαία θεάτρου που ανοίγει, φανερώθηκε στα μάτια του ένα τοπίο πράσινο, χόρτο, αλλού πυκνό, αλλού αραιό και στη μια του άκρη ένα μονοπατάκι, χωμάτινο.
Τα ρούχα του έκρυβαν την περισσότερη θέα και τα έσπρωξε ακόμα πιο πολύ προς την άκρη της ντουλάπας.
Το μονοπάτι διέσχιζε κυματιστά το γκαζόν, ενός κήπου ίσως, και το πράσινο φως που έφτανε στα μάτια του ανακατεύτηκε με μπλε του ουρανού και λευκό από μικρά συννεφάκια που αιωρούνταν ψηλά.
Το Βασιλολουκάκι έκανε ένα βήμα μέσα στη ντουλάπα και ήρθε ακόμα πιο κοντά στο θέαμα του πράσινου κήπου και τότε σαν αυτό να τυλίχτηκε γύρω του, σαν ρούχο, βρέθηκαν, με το επόμενο βήμα του, τα πόδια του πάνω στο μονοπάτι.
Γύρισε πίσω το κεφάλι του ψάχνοντας με το βλέμμα του τη ντουλάπα, μα το μόνο που είδε ήταν πρασινάδα και το κυματιστό μονοπατάκι χαμηλά, και ψηλά τον γαλάζιο ουρανό με τα λευκά συννεφάκια.
«Θα περπατήσω στο μονοπάτι», σκέφτηκε.
Δεν είχε και άλλη επιλογή.

...συνεχίζεται