Καλώς ήρθατε στην όμορφη πόλη μας

Η Λουκοβασιλούπολη είναι μια πόλη που χτίστηκε σιγά σιγά, πολύ σιγά, μέσα στους χώρους που δημιουργούν οι πτυχές μιας κουβέρτας, γύρω από τα φουσκώματα ενός σεντονιού, δίπλα από τις γωνίες ενός κομοδίνου, γύρω από το κουλούριασμα μιας γάτας, ανάμεσα στα όνειρα που τείνουν να εμφανιστούν και μία αγάπη που νανουρίζεται…

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Χιολουλί και Λιλονί

Κάποτε ένα κοριτσάκι, με τον μπαμπά του και τη μαμά του, ζούσαν σε ένα μακρινό τόπο, γεμάτο λουλούδια την άνοιξη, ήλιο το καλοκαίρι, πεσμένα φύλλα από τα δένδρα το φθινόπωρο και χιόνια τον χειμώνα.

Το κοριτσάκι το έλεγαν Χιολουλί .

«Χιολουλί , να μη ξεχάσεις να πάρεις το ψωμάκι σου για το σχολείο», της φώναξε η μαμά της, όπως κάθε πρωί άλλωστε, την ώρα που η Χιολουλί έτρεχε με τα βιβλία της στα χέρια να συναντήσει τους φίλους της στο δημοτικό.

Την ίδια ώρα έφευγε και ο μπαμπάς της για τη δουλειά του, τη μικρή βιοτεχνία που έφτιαχνε τη κούκλα που έπαιζαν όλα τα παιδάκια της πόλης και που της είχε δώσει το όνομα της κόρης του: η μικρή Χιολουλί .

«Μπαμπά, θέλω να φτιάξεις αυτό που μου υποσχέθηκες», του φώναξε φεύγοντας η Χιολουλί , «τον πρίγκιπα που θα κάνει παρέα στη μικρή Χιολουλί ».

«Ναι αγάπη μου, σήμερα θα τον φτιάξω. Όμως, όπως έχουμε συμφωνήσει, πρέπει εσύ να βρεις το όνομά του, γιατί εσύ πρέπει να διαλέξεις ποιον θέλεις να σου κάνει παρέα».

«Ναι μπαμπά, σήμερα το βράδυ πριν κοιμηθούμε θα στο πω».

Όταν τελείωσε το σχολείο, η Χιολουλί γύρισε σπίτι, αλλά μία τα μαθήματα, μία τα παιχνίδια με τους φίλους της και δεν είχε σκεφτεί το όνομα του μικρού πρίγκιπα, και το χειρότερο ήταν ότι δεν είχε απολύτως καμία ιδέα για το πως μπορούσε να είναι αυτό το όνομα.

Η μαμά της την είδε στεναχωρημένη και την ρώτησε τι της συμβαίνει. Η Χιολουλί της εξήγησε τι την απασχολούσε.
Τότε η μαμά της την καθησύχασε και της είπε, ότι το βράδυ όταν θα έπεφταν για ύπνο, θα ερχόταν, όπως συνήθιζε καμιά φορά και θα κοιμόταν μαζί τους και θα έλεγε του μπαμπά ότι το όνομα θα το γεννούσε η ονειροπαγίδα που είχαν πάνω από το κρεβάτι τους, γιατί η ονειροπαγίδα ξέρει όλες τις επιθυμίες μας, και θα του το έλεγε το πρωί που θα ξυπνούσαν.

Και έτσι έγινε. Το βράδυ η μικρή Χιολουλί , μπήκε κάτω από τις κουβέρτες του κρεβατιού της μητέρας της και του πατέρα της και ψιθύρισε, για να μην ακούσει ο μπαμπάς της, στο αυτί της μαμάς της: «ναι αλλά τι όνομα θα σκεφτώ αφού θα κοιμάμαι μαμά;». «Μην ανησυχείς κοριτσάκι μου, το πρωί θα το ξέρεις», της απάντησε η μαμά της και της χάιδεψε το κεφαλάκι και η μικρή Χιολουλί παραδόθηκε αμέσως στον γλυκό ύπνο.

Η μικρή Χιολουλί αισθάνθηκε πως ξύπνησε, άνοιξε τα ματάκια της, αλλά δεν είδε το γνωστό περιβάλλον του δωματίου, ούτε τους γονείς της δίπλα της στο κρεβάτι. Μια αστεία μορφή με κόκκινα πούπουλα που ξεκινούσαν από το κεφάλι της και έφταναν κυκλικά ως τα πόδια της στεκόταν από πάνω της και την κοίταζε.

«Ποιος είσαι εσύ;», ρώτησε η Χιολουλί .
«Χα, κάνεις πως δεν με ξέρεις; Κάθε βράδυ όμως με ζητάς για να κοιμηθείς», είπε η μορφή με τα κόκκινα πούπουλα.
«Ποιος είσαι; Που είμαι;», είπε η Χιολουλί .
«Μικρή, εσύ δεν ζήτησες να βρεις όνομα για τον πρίγκιπα;»
«Ναι, αλλά τι σχέση έχεις εσύ με το όνομα του πρίγκιπα;»
«Από που ζήτησες βοήθεια για το όνομα;»
«Από την ονειροπαγίδα»
«Αυτοπροσώπως»

«Και πως θα με βοηθήσεις», ρώτησε η Χιολουλί .
«Εμένα η δουλειά μου είναι απλώς να μην εμποδίσω να δεις όνειρα. Το όνομα θα το βρεις εσύ. Όμως πρόσεξε, αφήνοντας τα καλά όνειρα θα περάσουν και κακά μαζί. Να έχεις το νου σου», είπε η Ονειροπαγίδα και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο.

Ξαφνικά, ένα χέρι χάιδεψε τα μαλλιά της Χιολουλί . Αυτή τρομαγμένη κουκουλώθηκε με τις κουβέρτες της.
«Μη φοβάσαι» της είπε μια γλυκιά φωνή. «Είμαι ο πρίγκιπας που ψάχνεις το όνομά του»
«Πως σε λένε» ρώτησε η Χιολουλί .
«Υποκόμης Ψηλά Σπίτια».
«Υποκόμης Ψηλά Σπίτια» αναφώνησε η Χιολουλί και έβγαλε το κεφάλι της από τις κουβέρτες και τον είδε. Ήταν όμορφος, όντως ψηλός και με σοβαρότητα στο πρόσωπο. «Αχ, ωραίος είναι», σκέφτηκε.

«Μην τον ακούς», ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή από το βάθος του δωματίου και εμφανίστηκε ένα επίσης όμορφο παιδί, που ήταν θυμωμένο.
«Ποιος είσαι εσύ πάλι;» ρώτησε η Χιολουλί .
«Εγώ είμαι αυτός που σου κάνει παρέα στα καλά όνειρα και με λένε Λιλονί»

«Ψέμματα λέει αυτός είναι το κακό όνειρο» είπαν και οι δύο επίδοξοι πρίγκιπες δείχνοντας ο ένας τον άλλο.

Η Χιολουλί μπερδεύτηκε. Της άρεσαν και οι δύο.

«Εγώ μπορώ να σου αποδείξω ότι είμαι εγώ αφού ξέρω τα όνειρά σου και μπορώ να στα πω: Εγώ σε έκανα βασίλισσα και εγώ σου έφερνα όλα αυτά τα μεγάλα σπίτια με τους τεράστιους κήπους», είπε ο υποκόμης Ψηλά Σπίτια.

«Και εγώ μπορώ να σου αποδείξω ότι είμαι εγώ αφού ξέρω τα όνειρά σου και μπορώ να στα πω: Εγώ είμαι που πάμε βόλτες πότε με ήλιο, πότε με χιόνια, πότε το φθινόπωρο και πότε όταν βγαίνουν τα λουλούδια και τραγουδάμε μαζί την αγάπη, χωρίς να έχουμε ανάγκη από κανένα ψηλό σπίτι», είπε ο Λιλονί

Η Χιολουλί μπερδεύτηκε κι άλλο, αφού έβλεπε και όνειρα με μεγάλα σπίτια, αλλά και όνειρα με τραγούδια της αγάπης.

Τότε ο Λιλονί είπε «Εγώ όμως μπορώ να αποκαλύψω το μυστικό των ονομάτων όλων μας».

«Όχι, μη το κάνεις αυτό», είπε ο υποκόμης Ψηλά Σπίτια και όρμησε με τα χέρια του να κλείσει το στόμα του Λιλονί.

Οι δύο πρίγκιπες παλεύοντας μεταξύ τους παραπάτησαν και έπεσαν πάνω στο κρεβάτι.

Η Χιολουλί πετάχτηκε τρομαγμένη.

Είδε τον μπαμπά της από πάνω να την κοιτάζει και να της λέει: «Όνειρο ήταν αγάπη μου, μη φοβάσαι. Είναι ώρα να ετοιμαστείς για το σχολείο».

Η Χιολουλί ακούμπησε στο μαξιλάρι της και είπε: «Μπαμπά, τι σημαίνει το όνομά μου;»

«Το όνομά σου είναι γράμματα από τις λέξεις χιόνι, λουλούδι και ήλιος. Σε βαφτίσαμε έτσι γιατί ήσουν μαλακή σαν χιόνι, έλαμπες σαν ήλιος και μύριζες σαν όμορφο λουλούδι».

«Μπαμπά, βρήκα το όνομα του πρίγκιπά μου. Λιλονί τον λένε».

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο (5)

συνέχεια από το προηγούμενο...

Και ενώ, όσο περπατούσαν τα Λουκοβασιλάκια προς την Λουκοβασιλούπολη με σκοπό να βρουν τον Βασιλιά και τη πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη έφερνε βόλτες γύρω από τα κεφάλια τους λέγοντας πότε πότε: «Δεν μπορείτε να προχωρήσετε πιο γρήγορα;»,

τα Λουκοβασιλάκια δυσανασχετούσαν: «Εμείς δεν έχουμε φτερά να πετάμε!».

Μετά από ώρα φτάνοντας στο δάσος, λίγο πριν τη Λουκοβασιλούπολη, η Νεφέλη τους έδειξε ένα σημείο στο δάσος και είπε: «Εκεί, πίσω από αυτούς τους πυκνούς θάμνους είναι η οικογένεια του Βασιλιά».

Όλοι μαζί προχώρησαν προς το σημείο που έδειξε η Νεφέλη και όταν έφτασαν μπροστά από τους θάμνους, η νεράιδα άρχισε να τραγουδάει ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι και τότε οι θάμνοι παραμέρισαν μόνοι τους και αποκαλύφθηκε στα μάτια τους ένα πολυτελέστατο σαλόνι.

Το Βασιλολουκάκι σάστισε από τη λάμψη αυτού του σαλονιού καταμεσίς στο δάσος και ρώτησε τη Νεφέλη: «Μα πως έγινε αυτό το παλάτι μέσα στο δάσος;». «Άμα υπάρχουν λεφτά, όλα γίνονται», απάντησε η Νεφέλη.

Στο βάθος του σαλονιού, πάνω σε μια υπερυψωμένη πολυθρόνα καθόταν ο Βασιλιάς, που τους έκανε ένα νόημα με το χέρι του να πλησιάσουν προς το μέρος του.

Ο Βασιλιάς κοίταξε τη νεράιδα Νεφέλη και την ρώτησε με αγωνία: «Νεφέλη πως πήγε η αποστολή;»

«Όλα εντάξει», απάντησε το Λουκοβασιλάκι.

«Φέρατε το φάρμακο της πριγκίπισσας Μαίρης;», ρώτησε, συγκρατημένα χαρούμενος ο Βασιλιάς.

«Όχι, δεν το φέραμε», είπε το Λουκοβασιλάκι. Ο Βασιλιάς σκοτείνιασε.

«Δηλαδή, το φέραμε», πρόσθεσε αμέσως το Βασιλολουκάκι. Ο Βασιλιάς φώτισε.

«Θα σας εξηγήσουμε τι συνέβη», είπε η Νεφέλη. Ο Βασιλιάς απόρησε.

Τα Βασιλολουκάκια και η Νεφέλη πλησίασαν πολύ τον Βασιλιά και άρχισαν να του μιλάνε.

Μετά από λίγη ώρα που του μιλούσαν, ακούστηκε ένα κουδουνάκι και μία φωνή υπηρέτη να αναγγέλλει: «Η πριγκίπισσα Μαίρη».

Όλοι γύρισαν προς τη μεριά της πριγκίπισσας που μπήκε στην αίθουσα χαμογελώντας: «Νεφέλη! Αγαπημένη μου νεράιδα ήρθες;» και έτρεξε να βρεθεί κοντά της.

Το δέρμα της πριγκίπισσας είχε χάσει το ροδαλό του χρώμα και ήταν χλωμό από την αρρώστια του «άδικου» και τις αϋπνίες που προκαλεί.

Η Νεφέλη είπε: «Λατρευτή μου πριγκίπισσα μόλις γυρίσαμε από το παλάτι και εξηγούσαμε στον πατέρα σου τι είχε συμβεί, τώρα θα σου πούμε και εσένα τα νέα».

Τα Λουκοβασιλάκια και η Νεφέλη της είπαν για το ταξίδι και το παλάτι με το δωμάτιό της και τι τους είπε ο Μπακούν.

«...έτσι η ασθένειά σου γιατρεύτηκε», κατέληξε η Νεφέλη.

Όλοι μαζί αγκαλιάστηκαν χαρούμενοι.

Ο Βασιλιάς φώναξε «Μαζεύτε τα. Γυρίζουμε πίσω, η αρρώστια του «άδικου» γιατρεύτηκε.

Ένας υπηρέτης τον πλησίασε: «Φεύγουμε εξοχότατε;», ρώτησε τον Βασιλιά.

«Ναι, γυρίζουμε πίσω», είπε ο Βασιλιάς. «Πάμε πίσω στη πόλη, βρέθηκε το φάρμακο για την αρρώστια».

«Και ήταν τόσο απλό...» συνέχισε ο Βασιλιάς, πιάνοντας από τον ώμο τον υπηρέτη, «...Ο Μπακούν και οι άλλοι στη πόλη ανακάλυψαν πως η αρρώστια γιατρεύεται όταν ονειρευόμαστε όμορφα. Και όταν ζούμε όμορφα, ονειρευόμαστε όμορφα. Άρα αλλάζοντας αυτά που ζούμε τα όνειρά μας παύουν να είναι άσχημα και έτσι κοιμόμαστε ήρεμα και η αρρώστια του «άδικου» δεν μας βασανίζει πια».

Τα φύλλα θρόισαν από τον άνεμο όταν όλοι μαζί βγήκαν από το πολυτελές σαλόνι στο δάσος. Είχε βραδιάσει και οι νεράιδες πετούσαν ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων και τα φτερά τους χάιδεψαν το λαιμό της Μαίρης, που πετάχτηκε από τα σεντόνια της: «Αχ, τι όμορφο όνειρο ήταν αυτό!».

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο (4)

συνέχεια από το προηγούμενο...

Ο άγνωστος που έφραζε τη πόρτα με το ογκώδες σώμα του, χάιδευε με τα δάχτυλά του το παχουλό μουστάκι του που συνεχιζόταν σε μία πυκνή γενειάδα, κοιτώντας παράλληλα, με διερευνητικό τρόπο τα Λουκοβασιλάκια και τη Νεφέλη.

«Τι ψάχνουμε;», απάντησε με ερώτηση το Λουκοβασιλάκι κοιτώνταςτο Βασιλολουκάκι και τη Νεφέλη.

«Δεν ψάχνουμε τίποτα» είπε η Νεφέλη και φτερούγισε μπροστά από το μουστάκι του άντρα χαμογελώντας ναζιάρικα και πρόσθεσε: «Περνάγαμε από την πόλη σας και βλέποντας αυτό το τόσο όμορφο παλάτι εντυπωσιαστήκαμε και μπήκαμε μέσα για να το δούμε».

«Πολύ όμορφο το παλάτι σας», είπε το Βασιλολουκάκι.

«Από που έρχεστε;», ρώτησε ο άντρας με το μουστάκι.

«Από τη Λουκοβασιλούπολη», είπαν με μια φωνή Λουκοβασιλάκια και Νεφέλη.

«Α μάλιστα. Γείτονες ε;» είπε ο άντρας και χαμογέλασε για πρώτη φορά, αφήνοντας να φανεί η λειψή οδοντοστοιχία του και αμέσως σοβάρεψε λέγοντας: «Αυτό το παλάτι, όπως το αποκαλείτε εσείς - εμείς το ονομάζουμε «Σπίτι της Ελευθερίας»- ανήκε μέχρι πριν λίγο καιρό σε ένα Βασιλιά. Η αλήθεια είναι ότι ήταν καλός κυβερνήτης, όμως δεν έπαυε να είναι Βασιλιάς. Αυτός αποφάσιζε για τις ζωές όλων των κατοίκων μέχρι που αποφασίσαμε, εμείς οι κάτοικοι του Βασιλείου, να πάρουμε τις τύχες των ζωών μας στα δικά μας χέρια».

Ο άντρας έκανε μια παύση, χάιδεψε την άκρη της γενειάδας του με τα ακροδάχτυλά του και συνέχισε: «Εμείς προτείναμε στον Βασιλιά να μείνει στη πόλη, αλλά φυσικά δίχως το αξίωμά του. Θα ήταν ένας πολίτης όπως όλοι, με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως δεν το δέχτηκε και προτίμησε να φύγει από τη πόλη, μάλιστα φοβήθηκε ότι του στήναμε παγίδα και έφυγε άρον - άρον, δίχως καν να πάρει τα προσωπικά του αντικείμενα, αυτός και η οικογένειά του από το παλάτι».

«Όμως μιλάμε τόση ώρα και δεν έχουμε συστηθεί», είπε ο άντρας χαμογελαστά και πρόσθεσε τείνοντας το χέρι του προς τη Νεφέλη, «Μπακούν Μιχαήλιν με λένε».

«Νεφέλη», είπε η νεράιδα και αγγίζοντας με τα φτερά της το χέρι του Μπακούν. «Βασιλολουκάκι», «Λουκοβασιλάκι», είπαν τα Λουκοβασιλάκια δίνοντας το χέρι τους στον Μπακούν.

Ο Μπακούν, αφού συστηθήκαν, συνέχισε: «Ξέρω γιατί είσαστε εδώ. Σας περιμέναμε. Ξέρω ότι φεύγοντας ο Βασιλιάς με την οικογένειά του λησμόνησε να πάρει μαζί του τα φάρμακα της κόρης του, της πριγκίπισσας Μαίρης και περίμενα ότι κάποια στιγμή θα έστελνε κάποιον να του τα φέρει».

Ο Μπακούν έκανε μία παύση κοιτώντας με βλοσυρό ύφος προς το ταβάνι του δωματίου, σα να σκεφτόταν και μετά ξαφνικά είπε: «Έχω όμως κάτι πολύ σημαντικό να σας πω και να το μεταφέρετε στη πριγκίπισσα Μαίρη».

Τα Λουκοβασιλάκια και η Νεφέλη κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία και μετά κοίταξαν και οι τρεις τον Μπακούν. Αυτός αγκάλιασε με κάθε χέρι του το Λουκοβασιλάκι και το Βασιλολουκάκι, η Νεφέλη στάθηκε στο ώμο του Μπακούν, και τους πήρε μαζί του στον καταπράσινο κήπο, όπου περπατώντας τους μιλούσε για πολλή ώρα.

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, όταν ο Μπακούν και τα Λουκοβασιλάκια σταμάτησαν να περπατάνε στον κήπο. Ο Μπακούν άφησε τα χέρια του από τα Λουκοβασιλάκια και είπε:«Πηγαίνετε τώρα».

«Γειά σου Μπακούν», είπαν τα Λουκοβασιλάκια φεύγοντας. «Θα τα πούμε σύντομα», είπε η Νεφέλη προς τον Μπακούν πετώντας ανάμεσα από τα κεφάλια των Λουκοβασιλακίων.

«Πάμε γρήγορα να βρούμε τη πριγκίπισσα Μαίρη», είπαν και οι τρεις με μια φωνή.

...συνεχίζεται

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο (3)

συνέχεια από το προηγούμενο...

Τα Λουκοβασιλάκια και η νεράιδα Νεφέλη ξεκίνησαν το ταξίδι για το Βασίλειο της πριγκίπισσας Μαίρης, με σκοπό να μπουν κρυφά στο εγκαταλελειμμένο δωμάτιό της και να πάρουν το προσωπικό της φάρμακο.

Στη μικρή διαδρομή - το Βασίλειο απείχε μόλις λίγα χιλιόμετρα από τη Λουκοβασιλούπολη - η νεράιδα Νεφέλη είπε πως είχε ένα σχέδιο για το πως θα καταφέρουν να τρυπώσουν στο δωμάτιο της πριγκίπισσας Μαίρης δίχως να τους πάρουν χαμπάρι οι φρουροί: Ήταν απλό, θα πέταγε μπροστά από το φρουρό και εκείνος θα σάστιζε βλέποντας πρώτη φορά στη ζωή του νεράιδα. Η Νεφέλη θα του μίλαγε και όσο θα απασχολούσε το φρουρό, τα Λουκαβασιλάκια θα έμπαιναν στο δωμάτιο και θα έπαιρναν το φάρμακο, που σύμφωνα με τις οδηγίες της πριγκίπισσας Μαίρης βρισκόταν μέσα στο αγαπημένο της μαξιλάρι, το οποίο ξεχώριζε από άλλα από το χρυσοκέντητο αρχίγραμμα «Μ».

Όταν έφτασαν στο -πρώην- Βασίλειο, είδαν μία πινακίδα στην άκρη του δρόμου, λίγο πριν από τα πρώτα σπίτια της πόλης που στο, γραμμένο πάνω της, «ΒΑΣΙΛΕΙΟ», οι επαναστατημένοι κατά του Βασιλιά κάτοικοι είχαν από κάτω προσθέσει: «ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ».

Στην είσοδο της πόλης υπήρχε ένα σημείο ελέγχου αλλά δεν υπήρχε κανένας εκεί γύρω να τους ελέγξει και η μικρή παρέα πέρασε ανεμπόδιστα μέσα.

«Που είναι το παλάτι;», ρώτησε τη Νεφέλη το Βασιλολουκάκι.
«Μια στιγμή», είπε η Νεφέλη και πέταξε πολύ ψηλά, σε σημείο όπου μπορούσε να βλέπει όλη τη πόλη. Μετά από λίγο κατέβηκε και είπε: «Το είδα, ξεχωρίζει από το ύψος του, γιατί είναι το ψηλότερο κτίριο της πόλης. Πρέπει να προχωρήσουμε ευθεία για περίπου μία ώρα».

Στην διαδρομή για το παλάτι τους έκανε εντύπωση που όσους συναντούσαν στο δρόμο τους μίλαγαν και τους καλοσόριζαν χαμογελαστά, ενώ η Νεφέλη είχε συγκεντρώσει τα βλέμματά τους και όλοι την ρώταγαν από που ερχόταν και πως την λένε.

Ακόμα, το Λουκοβασιλάκι, πρόσεξε κάτι και το είπε στο Βασιλολουκάκι και στη Νεφέλη: «τόση ώρα που περπατάμε δεν έχω δεί ούτε ένα αστυνομικό».

Όταν έφτασαν στο παλάτι είδαν πως δεν υπήρχε κανένας φρουρός στη είσοδό του και κόσμος έμπαινε και έβγαινε ελεύθερα.

Τα Λουκοβασιλάκια και η Νεφέλη μπήκαν λίγο διστακτικά και αυτοί στο παλάτι και στην καταπράσινη μεγάλη αυλή του είδαν κόσμο ξαπλωμένο να ξεκουράζεται σε παρέες εδώ και εκεί.

«Που είναι το δωμάτιο της πριγκίπισσας;» ρώτησαν τα Λουκοβασιλάκια τη Νεφέλη. «Εκεί», έδειξε με το χέρι της η Νεφέλη, στην άκρη του παλατιού, μία πόρτα.

Προχώρησαν προς τα εκεί που έδειξε η Νεφέλη, το Λουκοβασιλάκι γύρισε το πόμολο και η πόρτα άνοιξε. Μπήκαν μέσα και είδαν πάνω στο κρεβάτι το μαξιλάρι με το χρυσοκέντητο «Μ». Το Λουκοβασιλάκι το έψαξε λίγο και βρήκε το μπουκαλάκι με το φάρμακο της πριγκίπισσας Μαίρης.

«Ήταν πιο εύκολο από όσο περιμέναμε», είπε το Βασιλολουκάκι και ξεκίνησαν να φύγουν. Στη πόρτα όμως στεκόταν ένας πολύ εύσωμος άνθρωπος.

«Τι ψάχνετε;», ρώτησε ο άγνωστος, φράζοντας τη πόρτα με το σώμα του.

Συνεχίζεται...

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο (2)

συνέχεια από το προηγούμενο...

«Και πως μπορούμε εμείς να σε βοηθήσουμε Νεφέλη;», ρώτησαν την μικροσκοπική νεράιδα, με μία φωνή τα Λουκοβασιλάκια.

«Πρέπει να πάμε στο παλάτι του Βασιλείου, να μπούμε στο δωμάτιο της πριγκίπισσας Μαίρης και να πάρουμε το φάρμακό της», είπε η Νεφέλη.

«Και γιατί δεν πάμε απλά να αγοράσουμε το φάρμακο;» ρώτησε το Βασιλολουκάκι.

«Γιατί αυτό το φάρμακο είναι φτιαγμένο μόνο για την πριγκίπισσα Μαίρη» είπε η Νεφέλη, που φτερουγίζοντας βρέθηκε στον ώμο του Βασιλολουκακίου, και συνέχισε «Το φάρμακο αυτό είναι ένα μείγμα: αποτελείται κατά ένα μέρος από τα συναισθήματα και κατά ένα άλλο μέρος από τη λογική της πριγκίπισσας Μαίρης, σε υγροποιημένη μορφή. Το τρίτο μέρος που συμπληρώνει το μείγμα είναι η παιδικότητα, Μία σταγόνα την ημέρα από αυτό το μείγμα είναι ικανή να ανακουφίσει την πριγκίπισσα».

«Δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο τρόπο μπορεί να υγροποιηθεί η λογική, το συναίσθημα και η παιδικότητα», είπε το Λουκοβασιλάκι.

«Αυτό ακριβώς είναι το μυστικό του γιατρού της ασθένειας του "άδικου"», είπε η Νεφέλη και ξαναφτερούγισε, στάθηκε στον αέρα μπροστά από το Λουκοβασιλάκι και είπε: «Πρέπει να βοηθήσετε».

«Και γιατί διάλεξες εμάς για να σε βοηθήσουμε;», ρώτησε το Βασιλολουκάκι.

Η Νεφέλη φτερούγισε και φτάνοντας μπροστά από τη μύτη του Βασιλολουκακίου, είπε: «Είναι θέμα δεκτικότητας. Εγώ ως νεράιδα απλά κοιμόμουν στο χώμα όταν ένιωσα πάνω μου τα δάκρυα της πριγκίπισσας Μαίρης και ο πόνος της με συγκίνησε και πέταξα ψηλά πάνω από τη Λουκοβασιλούπολη ως νέφος κλαίγοντας, και τα δάκρυά μου έπεσαν σε εσάς. Όλοι οι άλλοι κρατούσαν ομπρέλες».

«Δηλαδή τώρα θα πάμε στο Βασίλειο να βρούμε το φάρμακο της πριγκίπισσας Μαίρης;» ρώτησε το Βασιλολουκάκι τη Νεφέλη, κοιτάζoντας ταυτόχρονα και το Λουκοβασιλάκι.

«Φύγαμε» είπαν με μία φωνή το Βασιλολουκάκι και η Νεφέλη.

...συνεχίζεται

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο

«Υπάρχουν δίκαιοι βασιλιάδες;
Υπάρχουν οι νεράιδες;
Υπάρχουν φιλάνθρωποι;
Υπάρχουν τέρατα;»

Αυτά σκεφτόταν το νέφος, καθώς περνούσε ψηλά, πάνω από την Λουκοβασιλούπολη, και άρχισε να ρίχνει τις στάλες του στους δρόμους της μικρής πόλης, που μικρές φιγούρες πηγαινοέρχονταν για τις καθημερινές ασχολίες τους, στάλες με τη μορφή ενός λευκογενειοφόρου βασιλιά, μιας νεράιδας με γαλάζια φτερά και μοβ φόρεμα, μιας καλοσυνάτης γυναίκας που μοιράζει φαγητά στους φτωχούς, ενός τέρατος με κόκκινη μακριά γλώσσα και μυτερά μεγάλα δόντια και μίας μικρής πριγκίπισσας, χαριτωμένης, μα κυνηγημένης, της Μαίρης.

Το Λουκοβασιλάκι και το Βασιλολουκάκι βάδιζαν προς το σπιτάκι τους, με σακούλες στα χέρια τους, αφού προηγουμένως είχαν ψωνίσει από το σουπερ μάρκετ της Λουκοβασιλούπολης, τον «Δουλονίτη», όταν αισθάνθηκαν τις σταγόνες του νέφους στα κεφάλια τους και άνοιξαν το βήμα τους για να φτάσουν στο σπίτι πιο γρήγορα.

Όταν έφτασαν σπίτι, άρχισαν να τακτοποιούν τα αγαθά που είχαν ψωνίσει από τον «Δουλονίτη», και το Βασιλολουκάκι θέλοντας να ρωτήσει το Λουκοβασιλάκι σε ποιο συρτάρι να βάλει τις γατοτροφές, ακούστηκε να λέει: «Αν και δεν το πιστεύετε, είμαι ένας δίκαιος Βασιλιάς».

Το Λουκοβασιλάκι ξαφνιάστηκε από τη φράση του Βασιλολουκακίου και θέλοντας να το ρωτήσει τι είναι αυτό που ξεστόμισε, είπε: «Αυτό κι αν το πιστέψετε, είμαι η γυναίκα του δίκαιου βασιλιά και θέλω να φυλάω του φτωχούς και τους κατατρεγμένους».

«Και εγώ είμαι η νεράιδα Νεφέλη», ακούστηκε από την βιβλιοθήκη και η μικρή φιγούρα νεράιδας που τους είχε χαρίσει ένα μικρό κοριτσάκι και την είχαν πάνω σε ένα ράφι, φτερούγισε και χαμογελώντας προσγειώθηκε στον ώμο του Λουκοβασιλακίου.

«Και χρειάζομαι την βοήθειά σας», συμπλήρωσε η νεράιδα Νεφέλη, πριν προλάβουν τα Λουκοβασιλάκια να συνέλθουν από την έκπληξη που ένιωσαν.

«Θέλετε να σας αφηγηθώ μια ιστορία;», ρώτησε η Νεφέλη με τη λεπτή φωνούλα της και πριν πάρει απάντηση άρχισε να μιλάει.

«Κάποτε υπήρχε ένα βασίλειο, πολύ κοντά σας εδώ στη Λουκοβασιλούπολη, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα και εκεί ζούσε ένας δίκαιος βασιλιάς και οι υπήκοοί του. Ο βασιλιάς είχε μια καλοσυνάτη γυναίκα και μία κόρη, την πριγκίπισσα Μαίρη, μία χαριτωμένη κοπέλα. Όμως κάποιοι πολίτες του Βασιλείου, δυσαρεστημένοι από το ότι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου ξεσηκώθηκαν και ανέτρεψαν τον βασιλιά και τον υποχρέωσαν να φύγει από τη χώρα».

Τα Λουκοβασιλάκια κοιτάχτηκαν με απορία μεταξύ τους και η Νεφέλη, πέταξε από τον ώμο του Βασιλολουκακίου, προσγειώθηκε στον ώμο του Λουκοβασιλακίου και συνέχισε με λυπημένη, αυτή τη φορά, έκφραση: «Η πριγκίπισσα Μαίρη όμως είχε ένα πρόβλημα: Δεν μπορούσε να κοιμηθεί πάνω από λίγα λεπτά. Στον ύπνο της πάντα ερχόταν ένα τέρας και αυτό την φόβιζε και ξυπνούσε. Και η πριγκίπισσα αφού δεν κοιμόταν φυσιολογικά είχε χάσει το χαμόγελό της. Ήρθε και την είδε ο καλύτερος γιατρός του Βασιλείου και αποφάνθηκε ότι η πριγκίπισσα έπασχε από τη νόσο του «άδικου» και της έδωσε φάρμακα. Με τα φάρμακα κοιμάται καλύτερα και, λίγο, έχει επιστρέψει το χαμόγελο στο πρόσωπό της. Όμως τώρα που ο μπαμπάς της εκδιώχθηκε από το Βασίλειο και αυτός και η οικογένειά του έφυγαν γρήγορα - γρήγορα από το παλάτι, δεν πήραν τα φάρμακα της πριγκίπισσας Μαίρης μαζί τους. Από τότε η πριγκίπισσα έχασε ξανά το χαμόγελό της και όχι μόνο, σιγά-σιγά άρχισε να κλαίει και από το σημείο, στο δάσος της Λουκοβασιλούπολης, που έχουν κρυφτεί, τα δάκρυά της έπεφταν στο χώμα, και εγώ που ξεκουραζόμουν στο χώμα, συγκινήθηκα πολύ και ήπια τα δάκρυά της και έγινα νέφος, έγινα η νεράιδα Νεφέλη, και τώρα θέλω να πετάξω, να βρέξω τα δάκρυα της Μαίρης στη πόλη για να βρω κάποιον να με βοηθήσει, να βοηθήσουμε τη Μαίρη».

Η Νεφέλη πέταξε από τον ώμο του Λουκαβασιλακίου, πήγε και κάθισε στο περβάζι του παραθύρου και συνέχισε, αυτή τη φορά με σοβαρή έκφραση: «Εσείς θα με βοηθήσετε να βοηθήσω τη πριγκίπισσα Μαίρη»...

Συνεχίζεται....