Καλώς ήρθατε στην όμορφη πόλη μας

Η Λουκοβασιλούπολη είναι μια πόλη που χτίστηκε σιγά σιγά, πολύ σιγά, μέσα στους χώρους που δημιουργούν οι πτυχές μιας κουβέρτας, γύρω από τα φουσκώματα ενός σεντονιού, δίπλα από τις γωνίες ενός κομοδίνου, γύρω από το κουλούριασμα μιας γάτας, ανάμεσα στα όνειρα που τείνουν να εμφανιστούν και μία αγάπη που νανουρίζεται…

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο (4)

συνέχεια από το προηγούμενο...

Ο άγνωστος που έφραζε τη πόρτα με το ογκώδες σώμα του, χάιδευε με τα δάχτυλά του το παχουλό μουστάκι του που συνεχιζόταν σε μία πυκνή γενειάδα, κοιτώντας παράλληλα, με διερευνητικό τρόπο τα Λουκοβασιλάκια και τη Νεφέλη.

«Τι ψάχνουμε;», απάντησε με ερώτηση το Λουκοβασιλάκι κοιτώνταςτο Βασιλολουκάκι και τη Νεφέλη.

«Δεν ψάχνουμε τίποτα» είπε η Νεφέλη και φτερούγισε μπροστά από το μουστάκι του άντρα χαμογελώντας ναζιάρικα και πρόσθεσε: «Περνάγαμε από την πόλη σας και βλέποντας αυτό το τόσο όμορφο παλάτι εντυπωσιαστήκαμε και μπήκαμε μέσα για να το δούμε».

«Πολύ όμορφο το παλάτι σας», είπε το Βασιλολουκάκι.

«Από που έρχεστε;», ρώτησε ο άντρας με το μουστάκι.

«Από τη Λουκοβασιλούπολη», είπαν με μια φωνή Λουκοβασιλάκια και Νεφέλη.

«Α μάλιστα. Γείτονες ε;» είπε ο άντρας και χαμογέλασε για πρώτη φορά, αφήνοντας να φανεί η λειψή οδοντοστοιχία του και αμέσως σοβάρεψε λέγοντας: «Αυτό το παλάτι, όπως το αποκαλείτε εσείς - εμείς το ονομάζουμε «Σπίτι της Ελευθερίας»- ανήκε μέχρι πριν λίγο καιρό σε ένα Βασιλιά. Η αλήθεια είναι ότι ήταν καλός κυβερνήτης, όμως δεν έπαυε να είναι Βασιλιάς. Αυτός αποφάσιζε για τις ζωές όλων των κατοίκων μέχρι που αποφασίσαμε, εμείς οι κάτοικοι του Βασιλείου, να πάρουμε τις τύχες των ζωών μας στα δικά μας χέρια».

Ο άντρας έκανε μια παύση, χάιδεψε την άκρη της γενειάδας του με τα ακροδάχτυλά του και συνέχισε: «Εμείς προτείναμε στον Βασιλιά να μείνει στη πόλη, αλλά φυσικά δίχως το αξίωμά του. Θα ήταν ένας πολίτης όπως όλοι, με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως δεν το δέχτηκε και προτίμησε να φύγει από τη πόλη, μάλιστα φοβήθηκε ότι του στήναμε παγίδα και έφυγε άρον - άρον, δίχως καν να πάρει τα προσωπικά του αντικείμενα, αυτός και η οικογένειά του από το παλάτι».

«Όμως μιλάμε τόση ώρα και δεν έχουμε συστηθεί», είπε ο άντρας χαμογελαστά και πρόσθεσε τείνοντας το χέρι του προς τη Νεφέλη, «Μπακούν Μιχαήλιν με λένε».

«Νεφέλη», είπε η νεράιδα και αγγίζοντας με τα φτερά της το χέρι του Μπακούν. «Βασιλολουκάκι», «Λουκοβασιλάκι», είπαν τα Λουκοβασιλάκια δίνοντας το χέρι τους στον Μπακούν.

Ο Μπακούν, αφού συστηθήκαν, συνέχισε: «Ξέρω γιατί είσαστε εδώ. Σας περιμέναμε. Ξέρω ότι φεύγοντας ο Βασιλιάς με την οικογένειά του λησμόνησε να πάρει μαζί του τα φάρμακα της κόρης του, της πριγκίπισσας Μαίρης και περίμενα ότι κάποια στιγμή θα έστελνε κάποιον να του τα φέρει».

Ο Μπακούν έκανε μία παύση κοιτώντας με βλοσυρό ύφος προς το ταβάνι του δωματίου, σα να σκεφτόταν και μετά ξαφνικά είπε: «Έχω όμως κάτι πολύ σημαντικό να σας πω και να το μεταφέρετε στη πριγκίπισσα Μαίρη».

Τα Λουκοβασιλάκια και η Νεφέλη κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία και μετά κοίταξαν και οι τρεις τον Μπακούν. Αυτός αγκάλιασε με κάθε χέρι του το Λουκοβασιλάκι και το Βασιλολουκάκι, η Νεφέλη στάθηκε στο ώμο του Μπακούν, και τους πήρε μαζί του στον καταπράσινο κήπο, όπου περπατώντας τους μιλούσε για πολλή ώρα.

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, όταν ο Μπακούν και τα Λουκοβασιλάκια σταμάτησαν να περπατάνε στον κήπο. Ο Μπακούν άφησε τα χέρια του από τα Λουκοβασιλάκια και είπε:«Πηγαίνετε τώρα».

«Γειά σου Μπακούν», είπαν τα Λουκοβασιλάκια φεύγοντας. «Θα τα πούμε σύντομα», είπε η Νεφέλη προς τον Μπακούν πετώντας ανάμεσα από τα κεφάλια των Λουκοβασιλακίων.

«Πάμε γρήγορα να βρούμε τη πριγκίπισσα Μαίρη», είπαν και οι τρεις με μια φωνή.

...συνεχίζεται

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Η πριγκίπισσα Μαίρη, η νεράιδα Νεφέλη και το κακό όνειρο (3)

συνέχεια από το προηγούμενο...

Τα Λουκοβασιλάκια και η νεράιδα Νεφέλη ξεκίνησαν το ταξίδι για το Βασίλειο της πριγκίπισσας Μαίρης, με σκοπό να μπουν κρυφά στο εγκαταλελειμμένο δωμάτιό της και να πάρουν το προσωπικό της φάρμακο.

Στη μικρή διαδρομή - το Βασίλειο απείχε μόλις λίγα χιλιόμετρα από τη Λουκοβασιλούπολη - η νεράιδα Νεφέλη είπε πως είχε ένα σχέδιο για το πως θα καταφέρουν να τρυπώσουν στο δωμάτιο της πριγκίπισσας Μαίρης δίχως να τους πάρουν χαμπάρι οι φρουροί: Ήταν απλό, θα πέταγε μπροστά από το φρουρό και εκείνος θα σάστιζε βλέποντας πρώτη φορά στη ζωή του νεράιδα. Η Νεφέλη θα του μίλαγε και όσο θα απασχολούσε το φρουρό, τα Λουκαβασιλάκια θα έμπαιναν στο δωμάτιο και θα έπαιρναν το φάρμακο, που σύμφωνα με τις οδηγίες της πριγκίπισσας Μαίρης βρισκόταν μέσα στο αγαπημένο της μαξιλάρι, το οποίο ξεχώριζε από άλλα από το χρυσοκέντητο αρχίγραμμα «Μ».

Όταν έφτασαν στο -πρώην- Βασίλειο, είδαν μία πινακίδα στην άκρη του δρόμου, λίγο πριν από τα πρώτα σπίτια της πόλης που στο, γραμμένο πάνω της, «ΒΑΣΙΛΕΙΟ», οι επαναστατημένοι κατά του Βασιλιά κάτοικοι είχαν από κάτω προσθέσει: «ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ».

Στην είσοδο της πόλης υπήρχε ένα σημείο ελέγχου αλλά δεν υπήρχε κανένας εκεί γύρω να τους ελέγξει και η μικρή παρέα πέρασε ανεμπόδιστα μέσα.

«Που είναι το παλάτι;», ρώτησε τη Νεφέλη το Βασιλολουκάκι.
«Μια στιγμή», είπε η Νεφέλη και πέταξε πολύ ψηλά, σε σημείο όπου μπορούσε να βλέπει όλη τη πόλη. Μετά από λίγο κατέβηκε και είπε: «Το είδα, ξεχωρίζει από το ύψος του, γιατί είναι το ψηλότερο κτίριο της πόλης. Πρέπει να προχωρήσουμε ευθεία για περίπου μία ώρα».

Στην διαδρομή για το παλάτι τους έκανε εντύπωση που όσους συναντούσαν στο δρόμο τους μίλαγαν και τους καλοσόριζαν χαμογελαστά, ενώ η Νεφέλη είχε συγκεντρώσει τα βλέμματά τους και όλοι την ρώταγαν από που ερχόταν και πως την λένε.

Ακόμα, το Λουκοβασιλάκι, πρόσεξε κάτι και το είπε στο Βασιλολουκάκι και στη Νεφέλη: «τόση ώρα που περπατάμε δεν έχω δεί ούτε ένα αστυνομικό».

Όταν έφτασαν στο παλάτι είδαν πως δεν υπήρχε κανένας φρουρός στη είσοδό του και κόσμος έμπαινε και έβγαινε ελεύθερα.

Τα Λουκοβασιλάκια και η Νεφέλη μπήκαν λίγο διστακτικά και αυτοί στο παλάτι και στην καταπράσινη μεγάλη αυλή του είδαν κόσμο ξαπλωμένο να ξεκουράζεται σε παρέες εδώ και εκεί.

«Που είναι το δωμάτιο της πριγκίπισσας;» ρώτησαν τα Λουκοβασιλάκια τη Νεφέλη. «Εκεί», έδειξε με το χέρι της η Νεφέλη, στην άκρη του παλατιού, μία πόρτα.

Προχώρησαν προς τα εκεί που έδειξε η Νεφέλη, το Λουκοβασιλάκι γύρισε το πόμολο και η πόρτα άνοιξε. Μπήκαν μέσα και είδαν πάνω στο κρεβάτι το μαξιλάρι με το χρυσοκέντητο «Μ». Το Λουκοβασιλάκι το έψαξε λίγο και βρήκε το μπουκαλάκι με το φάρμακο της πριγκίπισσας Μαίρης.

«Ήταν πιο εύκολο από όσο περιμέναμε», είπε το Βασιλολουκάκι και ξεκίνησαν να φύγουν. Στη πόρτα όμως στεκόταν ένας πολύ εύσωμος άνθρωπος.

«Τι ψάχνετε;», ρώτησε ο άγνωστος, φράζοντας τη πόρτα με το σώμα του.

Συνεχίζεται...